- λυγράς
- λυγρά̱ς , λυγρόςbanefulfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυγρᾶς — λυγρός baneful fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιμωγή — η (ΑΜ οἰμωγή) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.) … Dictionary of Greek
προπράσσω — και αττ. τ. προπράττω Α 1. κάνω κάτι προηγουμένως 2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek